- ἀμφιδήριτος
- ἀμφιδήρῑτος , ἀμφιδήριτοςdisputedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιδήριτος — ἀμφιδήριτος, ον (Α) [ἀμφιδηριῶμαι] αμφίβολος, διαφιλονικούμενος … Dictionary of Greek
ἀμφιδήριτον — ἀμφιδήρῑτον , ἀμφιδήριτος disputed masc/fem acc sg ἀμφιδήρῑτον , ἀμφιδήριτος disputed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδηριώμαι — ἀμφιδηριῶμαι ( άομαι) (Α) μάχομαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δηριῶμαι «πολεμώ, μάχομαι». ΠΑΡ. ἀμφιδήριτος] … Dictionary of Greek
ἀμφιδηρίτους — ἀμφιδηρί̱τους , ἀμφιδήριτος disputed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)